- δαύκος
- ο (AM δαῡκος)1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότοαρχ.1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο συνδέθηκε με θ. δaF- τού δαίω «καίω», εξαιτίας τής πικάντικης και καυστικής γεύσης τής ρίζας του. Ο Νίκανδρος ο Επικός (Θηρ. 94) σχολιάζοντας τις λέξεις δαύκος και δαυκμός* αναφέρει: «Πλούταρχος πλείονα μὲν φῆσι γένη τῆς βοτάνης εἶναι, τὸ δὲ κοινόν τῆς δυνάμεως ἰδίωμα δριμὺ και πυρῶδες». Υπετέθη δηλ. ότι το φυτό παρήγαγε μια κολλώδη ουσία σαν το ρετσίνι, που καιγόταν με καθαρή φλόγα (πρβλ. και τη γλώσσα «δαυχμόν» — εύκαυστον ξύλον δάφνης). Οπωσδήποτε, η σύνδεση τού δαύχος με το δαίω είναι πολύ αμφίβολη και οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία. Υποστηρίχτηκε τέλος ότι ο τ. καύκον (=καυκαλίς) αποτελεί μεταπλασμό του δαύκος κατά το καίω].
Dictionary of Greek. 2013.